ιδιοκτησία
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. η κινητή ή ακίνητη περιουσία που έχει κάποιος στην κατοχή του («έχει μεγάλη ιδιοκτησία»)
2. η ιδιότητα του ιδιοκτήτη, η κυριότητα («η έκταση αυτή περιήλθε στην ιδιοκτησία μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιόκτητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδάμ. Κοραή].