ετρουσκικός

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ετρούσκους ή στην Ετρουρία, αλλιώς τυρρηνικός («ετρουσκική τέχνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετρούσκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη].