εὐκόρυθος, -ον (Α)αυτός που φέρει ωραία περικεφαλαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κόρυθος (< κόρυς, -θος), πρβλ. ιππο-κόρυθος, τρι-κόρυθος.