εὐκαμπής, -ές (ΑΜ)ο κεκαμμένος καλά, ο κατασκευασμένος με τέχνη («εὐκαμπὲς δρέπανον», Ομ. Οδ.)αρχ.1. εύκαμπτος, ευλύγιστος («εὐκαμπὴς φλοιός», Θεόφρ.)2. (για πύον) ολισθηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ-καμπής, οξυ-καμπής].