ευκολοπάτητος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ο εκτεθειμένος σε εχθρικές επιδρομές, ο ευπρόσβλητος («κάστρο ευκολοπάτητο»)
2. (για κτήριο) ο εκτεθειμένος σε κλοπή.
-η, -ο
1. ο εκτεθειμένος σε εχθρικές επιδρομές, ο ευπρόσβλητος («κάστρο ευκολοπάτητο»)
2. (για κτήριο) ο εκτεθειμένος σε κλοπή.