εὐνουχεῖον

Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

τό, a kind of

   A lettuce, = ἀστυτίς, Plin. HN19.127.

Greek Monolingual

εὐνουχεῑον και διάφ. ανάγν. εὐνούχιον, τὸ (Α)
είδος μαρουλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνούχος (πρβλ. ευνουχίας «είδος πεπονιού»)].