εύχος

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

εὖχος, (-εος και -ους, το, ποιητ. τ. (Α)) εύχομαι
1. αυτό που εύχεται κάποιος για τον εαυτό του, το ποθούμενο
2. αυτό για το οποίο καυχιέται κάποιος, το καύχημα
3. αφιέρωμα, προσφορά, τάξιμο.