τάξιμο

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source

Greek Monolingual

και τάσσιμο, το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τάζω, υπόσχεση
2. υπόσχεση για αφιέρωση σε ναό, τάμα
3. (κατ' επέκτ.) αντικείμενο προσφερόμενο σε άγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έταξα του τάζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. παίξιμο)].