η (ΑΜ εὐωχία) ευωχούμαι1. ευθυμία σε συμπόσιο2. συμπόσιο, πανδαισία, γλέντι, φαγοπότιμσν.χαρούμενη πανήγυρη, εορτήαρχ.αφθονία τροφίμων.