εφοπλιστής

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που ναυλώνει και εξοπλίζει πλοίο και το χρησιμοποιεί με σκοπό το κέρδος
2. κυρίως, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης
3. αυτός που έγινε πλούσιος από ναυτικές επιχειρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφοπλίζω «παρασκευάζω, ετοιμάζω». Το ρ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει την προετοιμασία και τον εξοπλισμό ενός πλοίου ήδη από τα Ομηρικά έπη («[νῆα] ἐφοπλίσαντες», Οδ. β 295). Στη Νέα Ελληνική η λ. εφοπλιστής δήλωσε γενικά τον πλοιοκτήτη, τον ασχολούμενο με ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν Νομοτεχνικόν Λεξικόν].