τό, Dim. of ἔχις,
A little adder, Suid. s.v. ἔχις; cf. ἐχίδιον.
ἐχείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔχις, μικρὰ ἔχιδνα, «ἐχείδιον, ὀφείδιον» Σουΐδ., πρβλ. καὶ Ζωναρ.
ἐχείδιον και ἐχίδιον, τὸ (Α)(υποκορ. του ἔχις) μικρή έχιδνα, οχιά, οχίτσα.