ζάρα

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ζαρωματιά, η
1. αναδίπλωση υφάσματος, τσαλάκωμα, πτυχή, σούφρα («το ύφασμα κάνει ζάρες»)
2. ρυτίδα του δέρματος
3. μτφ. κάθε πτύχωση οποιασδήποτε επιφάνειας («οι ζάρες του πελάγου»)
4. πήλινο αγγείο
5. κατακάθι, ζούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζαρώνω, με υποχωρητικό σχηματισμό].