και ζαρωματιά, η
1. αναδίπλωση υφάσματος, τσαλάκωμα, πτυχή, σούφρα («το ύφασμα κάνει ζάρες»)
2. ρυτίδα του δέρματος
3. μτφ. κάθε πτύχωση οποιασδήποτε επιφάνειας («οι ζάρες του πελάγου»)
4. πήλινο αγγείο
5. κατακάθι, ζούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζαρώνω, με υποχωρητικό σχηματισμό].