πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(I)
η
1. (για λιπαρά υγρά) κατακάθι, υποστάθμη, ίζημα
2. καχεξία, μαρασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura. Κατ' άλλη άποψη υποχωρητικό παρ. < ζουριάζω].
(II)
ζούρα και οὐζούρα, ἡ (Μ)
1. τοκογλυφία, εκμετάλλευση
2. τόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura].