[ζευγάριο(ν)]1. συνδέω ανά δύο, συγκροτώ ζεύγος2. (για υγρά) ανακατώνω, αναμιγνύω3. (για ζώα) συνδέω σε ζεύγος για την αναπαραγωγή του είδους («ζευγαρώνω τα περιστέρια»)3. ενώνομαι με ετερογενή, αποτελώ ερωτικό ζεύγος4. ζευγαρίζω, οργώνω.