ζυμωσιογόνος

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που προκαλεί ζύμωση
2. φρ. «ζυμωσιογόνος δύναμη» — η ικανότητα ενός μικροοργανισμού να παράγει ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμωση (-ις) + -γονος < γίγνομαι. Η λ. ζυμωσιογόνος (χωρίς συνδετικό φωνήεν) μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].