ζωνιοπλόκος

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,

   A plaiting or embroidering girdles, Thom.Mag. p.168 R.

German (Pape)

[Seite 1143] Frauengürtel flechtend, Th. Mag.

Greek (Liddell-Scott)

ζωνιοπλόκος: -ον, πλέκων ἢ κεντῶν καὶ διαποικίλλων ζώνας, Θωμ. Μ. 413.

Greek Monolingual

ζωνιοπλόκος, -ον (Μ)
αυτός που πλέκει ή κεντά και στολίζει ζώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνιον + -πλοκος (< πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος, στιχο-πλόκος.