ἡμερίς, ἡ (Α) ήμερος1. ήμερο αμπέλι, καλλιεργημένο κλήμα2. η ήμερη βαλανιδιά3. φρ. μτφ. «ἡ ποιητική ἡμερίς τῶν Μουσῶν» — η ποιητική σταφύλη, η ευγενής ποίηση τών Μουσών (Πλούτ.).