ημιαμφόριον
Greek Monolingual
ἡμιαμφόριον, τὸ (Α)
μισός αμφορέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + αμφόρ-ιον (θ. άμφορ- του αμφορ-εύς + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].
ἡμιαμφόριον, τὸ (Α)
μισός αμφορέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + αμφόρ-ιον (θ. άμφορ- του αμφορ-εύς + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].