ἡμερόφωνος

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,

   A heralding the day, epith. of the cock, v.l. for ἱμερό-, Simon.80B.

German (Pape)

[Seite 1166] den Tag rufend od. verkündend, der Hahn, Simonid. bei Ath. IX, 374 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόφωνος: -ον, ὁ τὴν ἡμέραν ἀγγέλλων, ἐπίθ. τοῦ ἀλεκτρυόνος, Σίμων. (81 Bgk.) παρ’ Ἀθην. 374D, ἔκ τινος μεταγεν. χειρογρ., τὰ λοιπὰ ἔχουσιν ἱμερόφ-.

Greek Monolingual

ἡμερόφωνος, -ον (Α)
(για τον πετεινό) αυτός που αναγγέλλει την άφιξη της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. καλλί-φωνος υψηλό-φωνος].