ἤπερ

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

poet. ἠέπερ, (ἤ)

   A than at all, than even, after a Comp., v. (A).

German (Pape)

[Seite 1174] poet. ἠέπερ, als etwa, als selbst, Il. 1, 260 u. öfter, wie Her. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἤπερ: ποιητ. ἠέπερ, (ἢ) ἢ παρά, μετὰ συγκρ., Ὅμ. Ἠρόδ.

French (Bailly abrégé)

poét. ἠέπερ;
conj.
que.
Étymologie:ou ἠέ, περ.

English (Autenrieth)

see ἤ, ἠέ.

English (Strong)

from ἤ and περ; than at all (or than perhaps, than indeed): than.

Greek Monolingual

(I)
ἤπερ και ποιητ. τ. ἠέπερ (Α)
ή ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < + περ].———————— (II)
ᾗπερ (Α)
επίρρ. με τον ίδιο τρόπο, όπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < + περ].