ἡμεροθαλλής ή ήμεροθηλής, -ές (Α)αυτός που βλαστάνει μέρα με τη μέρα, σιγά σιγά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -θαλλής (< θάλ-λω), πρβλ. α-θαλλής, ιερο-θαλλής].