θαλασσόβιος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσόβιος: -ον, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζῶν, ἰχθύες Κωνστ. Μανασσ. Χρ. σ. 22.

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ θαλασσόβιος, -ον)
αυτός που ζει στη θάλασσα
νεοελλ.
1. αυτός που εξασφαλίζει τα προς το ζην από τη θάλασσα
2. αυτός που αγαπά υπερβολικά τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -βιος (βίος)
πρβλ. κοινό-βιος, νυκτό-βιος].