θαυματουργός

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

όν,

   A = θαυματοποιός, γυναῖκες acrobats, Ath.4.129d.    II puppet-maker or -showman, Hero Aut.1.7(pl.).

German (Pape)

[Seite 1189] = θαυματοποιός, Ath. IV, 129 d u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) = θαυματοποιός, Ἀθήν. 129D.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait des tours d’adresse.
Étymologie: θαῦμα, ἔργον.

Greek Monolingual

και θαματουργός, -ή, -ό (AM θαυματουργός, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ αποτελεσματικός («θαυματουργό φάρμακο»)
2. ο αριστοτέχνης στο επάγγελμά του
νεοελλ.-μσν.
αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή εικόνα»)
αρχ.
αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά.
επίρρ...
θαυματουργός και -ά
με θαυματουργό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -ουργός (< έργον), πρβλ. ελαι-ουργός, ξυλ-ουργός].