το (Α θέρετρον)τόπος κατάλληλος για θερινή διαμονήνεοελλ.θερινή κατοικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος + επίθημα -τρον παρεκτεταμένος τ. με -ε- (πρβλ. δέλ-ετρον)].