θέρισμα

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α θέρισμα) θερίζω
νεοελλ.
1. ο θερισμός («το θέρισμα του σταριού»)
2. όλεθρος, καταστροφή, αποδεκατισμός
3. ακατάσχετη διάρροια
αρχ.
το σιτάρι που πρόκειται κάποιος να θερίσει.