θάψος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ἡ,

   A fustic, Rhus Cotinus, used for dyeing yellow, brought from the island of Thapsos, Theoc.2.88, Nic.Al.570: θαψία ῥίζα Thphr. Fr.170.

German (Pape)

[Seite 1189] ἡ, Kraut zum Gelbfärben der Wolle und Haare, von der Insel Thapsus benannt, Phot.; Schol. Theocr. 2, 88; Nic. Al. 570.

Greek (Liddell-Scott)

θάψος: ἡ, καὶ θαψία (Διοσκ. 4. 158), φυτόν τι ἢ ξύλον χρήσιμον πρὸς παρασκευὴν κιτρίνης βαφῆς, ἐξαγόμενον ἐκ τῆς νήσου Θάψου, Θεόκρ. 2. 28, Νικ. Ἀλ. 583˙ - θαψία ῥίζα Θεόφρ. Ἀποσπ. 170.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
plante qui sert à teindre en jaune et qu’on tirait de l’île de Thapsos.
Étymologie: Θάψος.

Greek Monolingual

η (Α θάψος)
νεοελλ.
το φυτό «ρους ο κότινος»
αρχ.
φυτό της χερσονήσου Θάψος, χρήσιμο για την παρασκευή κίτρινης βαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το φυτό πήρε την ονομασία του από τη χερσόνησο Θάψο, στην ανατολική παραλία της Σικελίας, από την οποία προερχόταν].