θεραπευτρίς

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,= foreg., Ph.1.261, 655: pl., as title of certain female ascetics, Id.2.471.

German (Pape)

[Seite 1199] ίδος, ἡ, fem. zu θεραπευτής, Philo; auch θεραπευτίς u. θεραπεύτρια werden erwähnt.

Greek Monolingual

θεραπευτρίς, ἡ (Α) θεραπευτής
1. η θεραπεύτρια
2. στον πληθ. αἱ θεραπευτρίδες
ονομασία γυναικών που ασκήτευαν.