θερμογόνος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
αυτός που παράγει θερμότηταθερμογόνος πηγή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -γονος < γίγνομαι (πρβλ. ανδρο-γόνος, ζωο-γόνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος].