θηλύπους

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, θ. βάσις the tread

   A of female foot, [E.]IA421.

German (Pape)

[Seite 1207] βάσις, Tritt eines Weiberfußes, Eur. I. A. 421.

Greek (Liddell-Scott)

θηλύπους: ὁ, ἡ, θ. βάσις, τὸ πάτημα θηλέων ποδῶν, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 421.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν, gén. ποδος
βάσις allure d’un pied de femme.
Étymologie: θῆλυς, πούς.

Greek Monolingual

θηλύπους, -ουν (Α)
φρ. «θηλύπους βάσις» — βάδισμα γυναικείων ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + πους].