θεσσαλικός

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θεσσαλικός, -ή, -όν, Α και αττ. τ. θετταλικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από τη Θεσσαλία («θεσσαλική πεδιάδα»)
αρχ.
φρ.
1. «θεσσαλικὸν ἔδος» — είδος καθίσματος ή ανακλίντρου
2. «θεσσαλικὴ ἔνθεσις» ή «θεσσαλικὰ δεῑπνα» — δείπνα με παροιμιώδη αφθονία για λαίμαργους.
επίρρ...
θεσσαλικώς και -ά (Α θεσσαλικῶς και θετταλικῶς)
κατά τρόπο θεσσαλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Θεσσαλία ή Θεσσαλός.