ους, ουν :att. c. θηλύνοος.
θηλύνους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που έχει γυναικεία μυαλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νονς, σύν-νους].