(Μ θολαίνω) θολός1. (μτβ.) θολώνω, καθιστώ κάτι θολό, θαμπό2. (αμτθ.) χάνω την καθαρότητα ή τη λάμψη μου, θαμπώνω, σκοτεινιάζω (α. «και το νερό θολάθη», Ερωτόκρ.β. «να θολαθεί η σελήνη», Τζάν.).