θούρις

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
= νύμφη, Μοῦσα.
Étymologie: mot macédonien.

Greek Monolingual

θοῡρις, -ιδος, ἡ (Α)
θούρος
(στον Όμ. πάντοτε με τα ουσ. αλκή, αιγίς, ασπίς)
α) «θούριδος ἀλκῆς» — της πολεμικής ορμής, Ομ. Οδ.
β) «θοῡρις ἀσπίς» — η ασπίδα με την οποία ορμάει κανείς στη μάχη, Ομ. Ιλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θούρος].