αλκή

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀλκή)
η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση
2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη
νεοελλ.
ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος
αρχ.
1. η δύναμη γενικά (π. χ. «κύματος ἀλκή»)
2. δύναμη για απόκρουση κινδύνου, προφύλαξη, υπεράσπιση
3. βοήθεια, επικουρία
4. συμπλοκή, μάχη
5. στον πληθ. αἱ ἁλκαί
ανδραγαθήματα, κατορθώματα
6. φρ. «ἀλκὴν ποιοῦμαι», προσφέρω βοήθεια
«τρέπομαι εἰς (ή πρὸς) ἀλκήν», αντιστέκομαι, είμαι έτοιμος να υπερασπίσω τον εαυτό μου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλκί. Βλ. και ἄλαλκε.
ΠΑΡ. ἄλκιμος αρχ. ἀλκαῖος, ἀλκήεις.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλκίβιος, ἀλκίφρων, ἀναλκής, ἄναλκις, ἑτεραλκής, παναλκής
κύρια ονόματα Ἀλκιβιάδης, Ἀλκιμέδων, Ἀλκιμένης, Ἀλκίνοος].