θυμάρμενος

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ον,= foreg.,

   A τέρας B.16.71, cf. Nic.Al.577, Call.Dian. 167.

German (Pape)

[Seite 1222] dasselbe, εἶαρ Nic. Al. 590.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμάρμενος: -ον, = τῷ προηγ., Βακχυλ. 16. 71, Νικ. Ἀλεξιφ. 590, Καλλ. εἰς Ἥρ. 167.

Greek Monolingual

θυμάρμενος, -ον (Α)
θυμαρής, ευχάριστος, αγαπητός («θυμάρμενον τέρας», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + άρμενος «προσαρμοσμένος, κατάλληλος», μεμονωμένη μτχ. του αραρίσκω].