άρμενος
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
ἄρμενος, -η, -ον (Α) [(μτχ. αορ. του) αραρίσκω]
1. ο κατάλληλος για κάτι
2. καλά, στερεά προσαρμοσμένος
3. έτοιμος
4. αρεστός, ευχάριστος.