θυμάρμενος
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
θυμάρμενον, = θυμαρής (suiting the heart, well-pleasing, dear, delightful), τέρας B. 16.71, cf. Nic. Al. 577, Call. Dian. 167.
German (Pape)
[Seite 1222] dasselbe, εἶαρ Nic. Al. 590.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμάρμενος: -ον, = τῷ προηγ., Βακχυλ. 16. 71, Νικ. Ἀλεξιφ. 590, Καλλ. εἰς Ἥρ. 167.
Greek Monolingual
θυμάρμενος, -ον (Α)
θυμαρής, ευχάριστος, αγαπητός («θυμάρμενον τέρας», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + άρμενος «προσαρμοσμένος, κατάλληλος», μεμονωμένη μτχ. του αραρίσκω].