θυροπηγία

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ἡ,

   A making of doors, Thphr.HP5.7.6.

German (Pape)

[Seite 1227] ἡ, das Zusammenfügen, Verfertigen von Thüren, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

θῠροπηγία: ἡ, κατασκευὴ θυρῶν, Θεοφρ. Ι. Φ. 5. 7, 6.

Greek Monolingual

θυροπηγία, ἡ (Α)
η κατασκευή θυρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -πηγία (< -πηγός < πήγνυμι), πρβλ. ναυ-πηγία, σκηνο-πηγία].