θυρών
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, hall, antechamber, S.El.328, OT1242, Fr.649.23, IG11(2).158 A 57 (Delos, iii B.C.), Plu.Pyrrh. 34, etc.
German (Pape)
[Seite 1228] ῶνος, ὁ, der Vorplatz im Hause an der Thür, atrium, Soph. El. 320 O. R. 1242; Luc. merc. cond. 42; Hesych. erkl. auch σανίδες.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
vestibule.
Étymologie: θύρα.
Russian (Dvoretsky)
θῠρών: ῶνος ὁ преддверие, передняя, сени Soph., Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θῠρών: -ῶνος, ὁ, (θύρα) τὸ ἔξω τῆς θύρας μέρος, ἡ εἴσοδος, προθάλαμος, Λατ. vestibulum, Σοφ. Ἠλ. 328, Ο. Τ. 1242, Λουκ. π. Μισθ. Συνόντ. 42, Πολυδ. Α΄, 77. Πρβλ. πυλών.
Greek Monolingual
θυρών, -ῶνος, ὁ (Α) θύρα
το μέρος που βρίσκεται μπροστά στη θύρα, το προπύλαιο.
Greek Monotonic
θῠρών: -ῶνος, ὁ (θύρα), το τμήμα έξω από την πόρτα, είσοδος, προθάλαμος· Λατ. vestibulum, σε Σοφ.
Middle Liddell
θῠρών, ῶνος, θύρα
the part outside the door, a hall, antechamber, Lat. vestibulum, Soph.