θυστήριος, -ον (Α)
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυστήριος
προσωνυμία του Διονύσου
2. (κατά το λεξ. Σούδα) το ουδ. ως ουσ. τὸ θυστήριον
«όρμητήριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε του θύω (I) είτε του θύω (ΙΙ) και αποτελεί ένδειξη της πιθ. αρχικής ταύτισης τών δύο ρημάτων].