θυρσοχαρής

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ές,

   A delighting in the thyrsus, Inscr.Magn.215a.23, AP3.1 (Inscr. Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 1228] ές, sich des Thyrsus freuend, Epigr. Cyzic. 1 (III, 1).

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοχᾰρής: -ές, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θύρσῳ, Ἀνθ. Π. 3. 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se plaît à porter un thyrse.
Étymologie: θύρσος, χαίρω.

Greek Monolingual

θυρσοχαρής, -ές (Α)
αυτός που χαίρεται με τον θύρσο, δηλ. που ευφραίνεται με τις διονυσιακές πομπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -χαρής (< χάρος, το «χαρά»), πρβλ. αιμο-χαρής, περιχαρής.