θυμόεις

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A thymy, Choeril.8.

German (Pape)

[Seite 1223] εσσα, εν, voll Thymian, poet. bei Suid. v. μᾶσσον.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμόεις: εσσα, εν, πλήρης θύμου, Χοιρίλ. ἐν Νäke Πονημ. 159, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. μᾶσσον.

Greek Monolingual

θυμόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος θύμο, γεμάτος θυμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + κατάλ. -όεις, πρβλ. αστερ-όεις, κυματ-όεις].