θυμόεις
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
θυμόεσσα, θυμόεν, thymy, Choeril.8.
German (Pape)
[Seite 1223] εσσα, εν, voll Thymian, poet. bei Suid. v. μᾶσσον.
Greek (Liddell-Scott)
θῠμόεις: εσσα, εν, πλήρης θύμου, Χοιρίλ. ἐν Νäke Πονημ. 159, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. μᾶσσον.
Greek Monolingual
θυμόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος θύμο, γεμάτος θυμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + κατάλ. -όεις, πρβλ. αστερόεις, κυματόεις].