θυσιαστήριος

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

α, ον,

   A sacrificial, [ὕμνος] Timae.154.

Greek (Liddell-Scott)

θῠσιαστήριος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς θυσίαν, ὕμνος Τίμαιος παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Πίνδ. σ. 312, ἔκδ. Boeckh.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les sacrifices.
Étymologie: θυσιάζω.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ θυσιαστήριος, -ία, -ον) θυσιάζω
το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν)
το μέρος όπου τελείται η θυσία, ο βωμός
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν)
η Αγία Τράπεζα
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσίαθυσιαστήριος ὕμνος»).