θυσιαστήριος

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσιαστήριος Medium diacritics: θυσιαστήριος Low diacritics: θυσιαστήριος Capitals: ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: thysiastḗrios Transliteration B: thysiastērios Transliteration C: thysiastirios Beta Code: qusiasth/rios

English (LSJ)

α, ον, sacrificial, (ὕμνος) Timae.154.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les sacrifices.
Étymologie: θυσιάζω.

Greek (Liddell-Scott)

θῠσιαστήριος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς θυσίαν, ὕμνος Τίμαιος παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Πίνδ. σ. 312, ἔκδ. Boeckh.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ θυσιαστήριος, -ία, -ον) θυσιάζω
το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν)
το μέρος όπου τελείται η θυσία, ο βωμός
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν)
η Αγία Τράπεζα
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσίαθυσιαστήριος ὕμνος»).