θύρη

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

θύρηθι, Ion. and Ep. for θύρα, θύραθι.

Greek (Liddell-Scott)

θύρη: θύρηθε, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ θύρα, θύραθεν.

French (Bailly abrégé)

ion. c. θύρα.

English (Autenrieth)

door, gate, folding-doors, entrance, Od. 13.370 ; ἐπὶ θύρῃσι, ‘at the court’ (cf. ‘Sublime Porte,’ of the Sultan, and Xenophon's βασιλέως θύραι).

Greek Monolingual

(I)
θύρη, ἡ (Α)
ιων. και επικ. τ. του θύρα.———————— (II)
θύρη, τὰ (Μ)
η πύλη, τα δύο θυρόφυλλα της πύλης του αγίου βήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του θύρα με μεταβολή γένους].