ιδιοκτήτης

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. ιδιοκτήτρια
αυτός που έχει στην κατοχή του δική του περιουσία, ο κτήτορας κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο- + -κτήτης (< κτώμαι), πρβλ. πλοιο-κτήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλ. Παπαδόπουλο].