θύραθι
English (LSJ)
Adv.
A at the door, EM25.17:—Ep. θύρηθι, outside, μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα I was soon out(of the sea), Od.14.352.
Greek (Liddell-Scott)
θύρᾱθι: Ἐπίρρ., εἰς τὴν θύραν, κατὰ τὴν θύραν, Ἐτυμ. Μ. 25. 16.
Greek Monolingual
θύραθι (Α)
επίρρ. έξω από τη θύρα, προ τών θυρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -θι].