ἱερόδρομος, ποιητ. τ. ἱρόδρομος, -ον (Α)1. αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες2. (για πηγή) αυτή που τρέχει ως ιερό ρεύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(-ο) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμφί-δρομος, υψί-δρομος].