ἱεροστάτης

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A governor of the temple, LXX 1 Es.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροστάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐπιστάτης, ἐπιμελητὴς ἱερῶν ἔργων ἢ τοῦ ἱεροῦ, Ἑβδ. (Α΄, Ἔσδρ. Ζ΄, 2).

Greek Monolingual

ἱεροστάτης, ὁ (Α)
επιστάτης ιερών έργων ή επιμελητής του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -στάτης (< ίστημι), πρβλ. επι-στάτης, χορο-στάτης].